φλαῦρον

φλαῦρον
φλαῦρος
petty
masc acc sg
φλαῦρος
petty
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • παραιθύσσω — Α (ποιητ. τ.) 1. κινώ ή τινάσσω κάτι, κατά τη διάβαση, κατά το πέρασμα, τινάζω περνώντας («παραιθύσσειν ἄκρα πτερύγων», Ανθ. Παλ.) 2. συρίζω, αφήνω συριγμό κατά τη δίοδο, προκαλώ πνοή, φυσώ περνώντας («λαίφεα πάντ ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσι»,… …   Dictionary of Greek

  • παροτρύνω — ΝΜΑ παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω αρχ. (ως ιατρ. όρος) μετατοπίζω («ἱκανὴ τὰς ὑστέρας παροτρῡναι ἤν ἔχωσί τι φλαῡρον» ικανή να μετακινήσει τις μήτρες αν έχουν κάποια αδυναμία, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀτρύνω «παρακινώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”